-
1 σαφής
A clear, plain, distinct, of things heard, perceived, or known,σαφὲς δ' οὐκ οἶδα h.Merc. 208
(Hom. only has Adv. σάφα, q.v.); ; ; ; ;φθέγματ' ὀρνίθων Id.El.18
; γράμματα distinctly legible, OGI665.12 (Egypt, i A.D.); τὰς κλεῖς ἔχουσι σαφεῖς prominent collar-bones, Gal.17(2).97: generally, clear or manifest to the mind,σ. ἀρετά Pi.I.1.22
;τέκμαρ Id.N.11.43
;σημεῖα S.El.23
; ; ;πίστις Th.1.35
([comp] Sup.); ; σ. τοῦτο παντὶ ὅτι.. it is manifest that.., Id.Phdr. 239e;σ. τι.. λέξον A.Pers. 705
;σαφῆ δ' ἀκούεις Id.Supp. 948
;σαφῆ τἀκεῖθεν ἐκ στρατοῦ φέρων Id.Th.40
; σαφὲς καταστῆσαί τι to make it quite clear, Th.1.140, cf. 3.40; τῶν γενομένων τὸ ς. the clear truth, Id.1.22;σοφόν τοι τὸ σ., οὐ τὸ μὴ σ. E.Or. 397
.2 of persons (mostly Trag.),σ. ἄγγελος A.Th.82
(lyr.); ; ; esp. of seers, oracles, prophets, sure, unerring, S. OT 390, 1011, OC 623; accurate,γραμματεύς A.Fr. 358
.II Adv. σᾰφῶς, [dialect] Ion., etc. - έως, h.Cer. 149, and freq. in Hdt., esp. (like σάφα) with Verbs of saying, hearing, knowing, clearly, plainly, distinctly,σαφέως φράσαι 2.31
; δηλοῦν ib.44;ἐπίστασθαι 8.88
; ; ;σαφέως μαρτυρήσω Pi.O.6.20
; φράσσατέ μοι ς. Id.P.4.117; ἤκουον ς. S.Ph. 595, etc.; εὖ γὰρ οἶδ' ἐγὼ ς. Ar. Pax 1302.2 clearly, manifestly,σ. μ' ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν A.Pr. 389
; πρὸς γυναικὸς ἦν ς. Id.Ag. 1636; κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους ς. S.Ph.40; σ. φρόνει be well assured of it, ib. 810;σ. ᾔρετο ἡ δύναμις Th.1.118
; σ. ἀπολωλέναι to be undoubtedly dead, X.Cyr.3.2.15; πήγνυμαι ς. Antiph.166.7; ὡς κεχρημένη σ. σιδήρῳ καὶ φοροῦσα τοὔνομα (sc. Σιδηρώ) S.Fr. 658;τῶν σ. ἀποχειροβιώτων X.Cyr.8.3.37
, cf. Smp.4.32.3 in affirmative answers, yes obviously, ib.60.
См. также в других словарях:
κατοικώ — (ΑΜ κατοικῶ, έω) [κάτοικος] 1. είμαι κάτοικος ενός τόπου, διαμένω, οικώ (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῑς κατοικοῡσιν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ γ. «ἁνήρ κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.) 2. διαμένω σε μια οικία, είμαι… … Dictionary of Greek
σαφής — ές, ΝΜΑ 1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.) 2. φρ. «σοφόν το σαφές» η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα… … Dictionary of Greek